- εκγαμιζω
- ἐκγαμίζωἐκ-γᾰμίζωвыдавать замуж NT.; pass. выходить замуж NT.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκγαμίζω — ἐκγαμίζω (AM) 1. παντρεύω, νυμφεύω 2. παθ. ἐκγαμίζομαι παντρεύομαι, νυμφεύομαι … Dictionary of Greek
ἐκγαμίζει — ἐκγαμίζω pres ind mp 2nd sg ἐκγαμίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκγαμίζουσι — ἐκγαμίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκγαμίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκγαμίσαι — ἐκγαμίζω aor inf act ἐκγαμίσαῑ , ἐκγαμίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκγαμίζειν — ἐκγαμίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκγαμίζεσθαι — ἐκγαμίζω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκγαμίζονται — ἐκγαμίζω pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκγαμίζοντες — ἐκγαμίζω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκγαμίζων — ἐκγαμίζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεγαμίζοντο — ἐκγαμίζω imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՄՈՒՍՆԱՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 1 0072 Chronological Sequence: Early classical, 11c, 12c, 13c ն. Տալ յամուսնութիւն զուստր կամ զդուստր. γαμίζω nuptum do, ἑκγαμίζω, ἑκγαμίσκω nuptui colloco, a domo eloco որ եւ ըստ յն. ոճոյ, է ամուսնացուցանել զինքն. առն լինել. կարգել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)